μακρόλαιμος

μακρόλαιμος
-η, -ο
αυτός που έχει μακρύ λαιμό, μακρολαίμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + λαιμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Αθ. Σταγειρίτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

  • μακρολαίμης — α, ικο, θηλ. και ισσα μακρόλαιμος, με μακρύ λαιμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”